Γλώσσα ΣΤ – Ενότητα 4

07/11/2024
Μαθήματα Ενότητας

Α΄ - Η πολύ λαίμαργη φάλαινα που έφαγε τη θάλασσα

Λέξεις που μπορούν να με δυσκολέψουν

[< αρχ. Γοργών] μυθικό πλάσμα που από τη μέση και πάνω είχε τη μορφή γυναίκας και από τη μέση και κάτω τη μορφή ψαριού. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση η Γοργόνα ήταν η αδερφή του Μ. Αλεξάνδρου. Ήπιε το αθάνατο νερό, που ο αδερφός της προόριζε για τον εαυτό του και αυτός οργισμένος την έριξε στη θάλασσα.

[< αρχ. σπάρος] ψάρι που το μήκος του φτάνει τα 20 εκ. Ψαρεύεται για το λευκό και νόστιμο κρέας του.

[< ισπαν. canoa] μακρόστενη ελαφριά βάρκα. Είναι το πρώτο πλοίο που κατασκευάστηκε για τη μετακίνηση του ανθρώπου μέσα στο νερό ή για τη μεταφορά φορτίων, καθώς για την κατασκευή του αρκούσε ένας κορμός δένδρου σκαμμένος κατά μήκος.

ο ιππόκαμπος. Το κεφάλι του μοιάζει με κεφάλι αλόγου. Απ’ αυτό προήλθε και το όνομά του. Έχει μήκος 10-15 εκ. κολυμπά με το σώμα κατακόρυφο, και το χρώμα του αλλάζει ανάλογα με το χρώμα του βυθού της θάλασσας όπου ζει. Ζει στις ακτές της Μεσογείου.

[< αρχ. βους + λιμός] αίσθημα πολύ έντονης πείνας.

[< αρχ. μέδω = κυβερνώ] ασπόνδυλο ημιδιαφανές ζώο που ζει στη θάλασσα. Στα άκρα του σώματός της φέρει πλοκάμια και αισθητήρια όργανα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Μέδουσα ήταν μια από τις Γοργόνες. Τη σκότωσε ο Περσέας.

[< φάλαινα + θήρα= κυνήγι] ο κυνηγός φαλαινών.

[< λατιν. balaena] κεράτινο έλασμα που προέρχεται από το στόμα της φάλαινας. Από αυτό κατασκευάζονται διάφορα ορθοπεδικά είδη.

Παροιμίες για τα ψάρια
  • Του ψήσανε το ψάρι στα χείλη.
  • Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό.
  • Το ψάρι από το κεφάλι βρομάει.
  • Τήρησε σιγή ιχθύος.
  • Τι είναι ο κάβουρας, τι είναι το ζουμί του.
  • Ο κάβουρας στην τρύπα του μεγάλος άρχος είναι.Κάθε πράγμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο.
  • Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.
  • Ο μουσαφίρης και το ψάρι την τρίτη μέρα βρομάνε.

Β΄ - Συνταγές μαγειρικής

Μακαρόνια με κιμά

Λέξεις που μπορούν να με δυσκολέψουν

υποτ. αορίστου του σβολιάζω (ρήμ. α’ συζ.): παίρνω σχήμα σβόλου, δηλαδή σχήμα μικρής μπαλίτσας.

(ρήμ. α’ συζ.): βγάζω το νερό, το στραγγίζω με φίλτρο ή σουρωτήρι.

(επίρρ.): με μια σειρά κατά την οποία το ένα πρόσωπο ή πράγμα ή γεγονός ακολουθεί αμέσως μετά το άλλο.

Λέξεις που μπορούν να με δυσκολέψουν

Παραδοσιακές γεύσεις

(ουσ.): συνήθεια που παραδίδεται από γενιά σε γενιά, π.χ. Ένα από τα έθιμα της Πρωτοχρονιάς είναι η κοπή της βασιλόπιτας, το βότανο (ουσ.): το φυτό που έχει φαρμακευτικές ιδιότητες, το τουρσί (ουσ.): λαχανικό που συντηρείται σε ξίδι ή άρμη, δηλαδή σε ένα μείγμα νερού και αλατιού, και χρησιμοποιείται ως ορεκτικό. 

(ρήμ. α’ συζ.): βγάζω το νερό, το στραγγίζω με φίλτρο ή σουρωτήρι.

Ένας φυσικός αριθμός διαιρείται ακριβώς με το 9 αν ο πυθμένας του είναι 9.

Πυθμένας είναι ο μονοψήφιος αριθμός που προκύπτει αν προσθέσω όλα τα ψηφία ενός αριθμού.

(ρήμ. β’ συζ.): διατηρούμαι στην αρχική μου μορφή. να τσιμπολογήσουν υποτ. αορίστου του τσιμπολογώ.

τρώω λίγο από διάφορα φαγητά ή τρώω μικρή ποσότητα του ίδιου φαγητού με μικρές μπουκιές.

Γάρος, το κέτσαπ των αρχαίων

 (ουσ.): φαγητό που φτιάχνεται συνήθως από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία ή όσπρια- αποτελεί τροφή για τα βρέφη, τους ηλικιωμένους ή όσους είναι άρρωστοι ♦ ΣΥΝ.: κουρκούτι.

το ψωμί που παρασκευάστηκε χωρίς προζύμι κι έτσι δεν έχει προκληθεί ζύμωση.

Επίθ. (αυτός, αυτή, αυτό) που επαναλαμβάνεται συνέχεια με τον ίδιο πάντα τρόπο, καταντώντας βαρετός.

(ουσ.): τα εσωτερικά όργανα της κοιλιάς ανθρώπου ή ζώου (μόνο πληθ.) ♦ ΣΥΝ.: σωθικά, σπλάχνα.

(αυτός, αυτή, αυτό) που είναι πηχτός και ρέει αργά.

(αυτός, αυτή, αυτό) που έχει ευχάριστη οσμή, μυρίζει ωραία ♦ Ετυμ.: ευ + οσμή.

η περιοχή που βρίσκονται οι χώρες της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ασίας προς τη μεριά του Ειρηνικού ωκεανού, όπως η Ινδοκίνα, η Κίνα, η .Ιαπωνία, η Κορέα κ.ά.

(ουσ.): η κατασκευή αντίγραφου, η πιστή μίμηση του προτύπου, π.χ. Ο ζωγραφικός πίνακας που αγοράσαμε είναι απομίμηση ενός πίνακα του Τσαρούχη.

Εγκλίσεις του ρήματος

Οριστική

Όταν μιλάμε για ένα γεγονός που παρουσιάζουμε ως πραγματικό στο παρόν, στο παρελθόν και στο μέλλον. Η πρόταση μπορεί να είναι καταφατική ή αρνητική. Όταν η πρόταση είναι αρνητική, βάζουμε μπροστά από το ρήμα το μόριο δε(ν).

Παραδείγματα

  • Η στάση του λεωφορείου είναι έξω από την πολυκατοικία μας.
  • Ο Γιάννης δε φέρθηκε καλά.

Υποτακτική

Όταν μιλάμε για κάτι που θέλουμε ή περιμένουμε να γίνει. Συνοδεύεται συνήθως από λέξεις όπως ας, να, για να, όταν κτλ. Όταν η πρόταση είναι αρνητική και εκφράζει κάτι που δε θέλουμε, βάζουμε ακριβώς πριν από το ρήμα το μόριο μη (ν). Όταν η πρόταση είναι αρνητική και εκφράζει κάτι που δεν περιμένουμε, βάζουμε ακριβώς πριν από το ρήμα το μόριο δε(ν).

Παραδείγματα

  • Παιδιά, ας ζωγραφίσουμε.
  • Οι γονείς μου σκέφτηκαν να μην πάμε φέτος διακοπές στο χωριό.
  • Αν δεν έρθει, θα πάω μόνος μου σινεμά.

Προστακτική

Όταν μιλάμε και θέλουμε να διατάξουμε κάποιον, να παρακαλέσουμε κάποιον, να ζητήσουμε την άδεια ή να εκφράσουμε μια ευχή. Όταν η πρόταση είναι αρνητική, χρησιμοποιούμε τους τύπους της υποτακτικής βάζοντας μπροστά το μη (ν) ή το να μη(ν).

Παραδείγματα

  • Πρώτα χρωμάτισε την πέτρα και μετά ζωγράφισέ την.
  • Μη θορυβείτε τις ώρες κοινής ησυχίας.
  • Να μην πιστεύεις ό,τι σου λένε.
  • Μην κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις.

Σχηματισμός της Προστακτικής στα σύνθετα ρήματα

Η προστακτική έγκλιση φανερώνει προσταγή ή παράκληση ή ευχή. Πολλά ρήματα στον αόριστο, όπως και στον παρατατικό, παίρνουν ε ως αύξηση.

Π.χ. τρέχω <=> έτρεξα                                            παίζω <=> έπαιξα

Στα σύνθετα ρήματα αυτή η αύξηση μπαίνει ανάμεσα στην πρόθεση και στο ρήμα.

Π.χ. διά + γράφω = διαγράφω ⇒ διέγραψα

Προσοχή! Η αύξηση στα σύνθετα ρήματα διατηρείται μόνο στην οριστική του χρόνου. Στην προστακτική χάνεται.

Οι εγκλίσεις του ρήματος ντύνω
Οι εγκλίσεις του ρήματος δροσίζω

Αποτελεσματικές προτάσεις

Αποτελεσματικές ή συμπερασματικές προτάσεις λέγονται οι προτάσεις που εισάγονται με αποτελεσματικούς συνδέσμους (ώστε, λοιπόν, άρα, επομένως, που) ή με φράσεις που χρησιμοποιούνται ως αποτελεσματικοί σύνδεσμοι (με αποτέλεσμα να) και φανερώνουν ποιο είναι το αποτέλεσμα μιας πράξης.
Π.χ. Έβρεχε τόσο, ώστε δε βγήκαμε από το σπίτι (δευτερεύουσα αποτελεσματική πρόταση).

► Πολλές φορές οι σύνδεσμοι ώστε και που ακολουθούνται από το να και στην άρνηση έχουν τις λέξεις δε(ν), μη(ν).
Π.χ. Δεν είναι τόσο ανόητος ώστε να τα πει όλα.
Θέλω να είμαι τόσο καλός που να με αγαπούν όλοι.

Προσοχή!  Συχνά στην πρόταση που προηγείται υπάρχει η δεικτική αντωνυμία τέτοιος ή τόσος ή τα επιρρήματα τόσο ή έτσι (καθαρεύουσα: ούτως, ώστε). (Αυτό είναι ένα στοιχείο που μπορεί να μας βοηθήσει να ξεχωρίζουμε τις αποτελεσματικές προτάσεις!)

Γ΄ - Στη διαφήμιση... όλα είναι δυνατά

Δ΄ - Η χελώνα και ο Ρεβιθάκης

Λέξεις που μπορούν να με δυσκολέψουν

το βρήκε. (Ο τύπος ηύρα. -ες, -ε είναι αόριστος του ρήματος βρίσκω. Συνήθως γράφεται με β, δηλ. ήβρα, -ες, -ε. Χρησιμοποιείται σε πιο λαϊκό ύφος αντί του βρήκα.)

(ουσ.): το όστρακο της χελώνας και των άλλων οστρακόδερμων

♦ ΣΥΝ.: καβούκι, κέλυφος, καυκί.

οριστ. αορίστου του στεφανώνομαι (ρήμ. α’ συζ.): παντρεύομαι.

(ουσ.): ένα κομμάτι υφάσματος από λεπτά νήματα που έχει υφανθεί αραιά και χρησιμεύει για να καλύπτουν οι γυναίκες το πρόσωπο και το κεφάλι τους

♦ ΣΥΝ.: καλύπτρα, βέλο.

(ουσ.): η επιθυμία, η διαταγή κάποιου που, συνήθως, είναι ανώτερος κοινωνικά ♦ ορισμός σας σημαίνει ό,τι διατάξτε ή ό,τι επιθυμείτε

(ουσ.): η μικρή, χάλκινη συνήθως, χύτρα.

υποτ. αορίστου του κοπιάζω (ρήμ. α’ συζ.): έρχομαι, επισκέπτομαι, δέχομαι την πρόσκληση κάποιου για φαγητό ή επίσκεψη.

με αυτό το πλευρό να κοιμάται’ μεταφορική έκφραση που χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που φαντάζεται ότι τα πράγματα θα γίνουν όπως αυτός θέλει, όμως οι επιθυμίες του δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.

επικεντρώνω την προσοχή μου και κάνω προσπάθειες για να αποκτήσω κάποιον ή κάτι, ή για να στραφώ εναντίον κάποιου.

(ρήμ. α’ συζ): είμαι αρκετός ώστε να καλύπτω τις ανάγκες κάποιου.

ρήμ. α’ συζ.): σκέφτομαι.

(ουσ.): η απόσταση από την άκρη του αντίχειρα ως το άκρο του μικρού δάχτυλου όταν η παλάμη είναι ανοιχτή. Χρησιμοποιούμε τη λέξη για να δηλώσουμε την πολύ μικρή απόσταση.

(επίρρ.): αμέσως μετά από κάποιον ή από κάτι, ακολουθώντας στενά κάποιον.

(ουσ.): δυνατός πόνος· εδώ σημαίνει ότι το τσίμπημα του πετεινού ήταν φαρμακερό.

Η Πούλια κι ο Αυγερινός

    Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα και είχανε ένα κοριτσάκι και το λέγανε Πούλια κι ήταν όμορφο πολύ σαν τ΄ άστρα και το φεγγάρι μαζί. Μια μέρα πέθανε η μάνα της Πούλιας κι ο βασιλιάς και το κοριτσάκι του βυθίστηκαν στη θλίψη. Μα ο χρόνος λένε πως είναι ο καλύτερος γιατρός κι έτσι γιάτρεψε και τον πόνο του βασιλιά, τον πήρε μακριά και τον ταξίδεψε πέρα από τις θάλασσες. Μετά από καιρό, παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα, που όμως δεν αγαπούσε την Πούλια. Τη ζήλευε που ήτανε όμορφη και ακτινοβολούσε το πρόσωπό της μέρα τη μέρα όλο και πιο πολύ. Κι όσο ολόδροσο και μοσχομυριστό γινότανε το κοριτσάκι, τόσο μαραινόταν η φθονερή βασίλισσα κι ολοένα σκεφτόταν πως θα μπορέσει να το βγάλει από τη μέση τ΄ ολάνθιστο αυτό λουλούδι.

   Μία ημέρα, είπε στον βασιλιά η βασίλισσα: «Δεν πουλάμε, λέω, την Πούλια, να πάρουμε φλουριά πολλά, που είναι τόσο όμορφη;»

   Με τα πολλά ο βασιλιάς, για να μην τρώγεται η βασίλισσα, το πήρε απόφαση και την έβαλε στο κατώι και για κάμποσες μέρες, την τάιζε σύκα, καρύδια και λογής λογής γλυκίσματα και καλούδια, για να παχύνει, να την μοσχοπουλήσουν. Τα ΄βλεπε η Πούλια όλα αυτά και δεν ήξερε γιατί της κάνουν τόσα. Τα ΄βλεπε και ο Αυγερινός, που ΄ταν γιος της δεύτερης γυναίκας του βασιλιά και απορούσε. Αγαπούσε πολύ την Πούλια, την αδερφούλα του.

   Άκουσε μια μέρα που ΄λεγε η μάνα του στο βασιλιά πως ήρθε η ώρα να πουλήσουνε την Πούλια. Πάει και πιάνει τότε ο Αυγερινός μια γριά γειτόνισσα και της λέει πως η μάνα του κάνει σχέδια να πουλήσει την αδερφή του.
   «Πες μου κυρούλα μου καλή, τι να κάνω, για να γλιτώσει η αδερφούλα μου;»
   «Άκουσε παιδί μου», του λέει εκείνη. «Τη μέρα που η μάνα σου θα βγάλει την Πούλια για να την πουλήσει, εκεί που θα τη χτενίζει, να της αρπάξεις τις κορδέλες που βάζει στα μαλλιά της και να φύγετε. Άμα σας φτάσει η μάνα σου, να τις πετάξεις πίσω, κι έπειτα, άμα δεις πως σας ζυγώνει πάλι, να πετάξεις το χτένι πίσω σου.»

   Του ΄δωσε και λίγο αλάτι σ΄ένα χαρτί και του ΄πε: «Άμα λάβεις ανάγκη, τελευταίο να πετάξεις το αλάτι.»

   Μια και δυο ο Αυγερινός φεύγει και πάει στο παραθύρι, που ΄τανε η αδερφή του και αφού όλα της τα φανερώνει, στο τέλος της λέει:
   «Μη φοβηθείς κι εγώ θα σε γλιτώσω. Τη μέρα που θα σε βγάλει η μάνα μας να σε χτενίσει, εγώ θα σου πάρω τις κορδέλες σου και συ θα με κυνηγάς να μου τις πάρεις. Όσο για τ΄ άλλα, μη σε νοιάζουν, είναι δική μου δουλειά.»

   Μόλις η βασίλισσα έβγαλε την Πούλια να τη χτενίσει, έτρεξε ο Αυγερινός και άρπαξε τις κορδέλες της. Εκείνη έκανε πως τον κυνηγούσε γύρω- γύρω στο σπίτι. «Έλα πίσω, μάτια μου, και σου αγοράζω άλλες», της έλεγε η βασίλισσα.
   «Δεν τις θέλω», έκανε τάχα η Πούλια θυμωμένη. «Εγώ θέλω τις δικές μου».

   Με τα πολλά εφτάσανε στο περιβόλι κι ο Αυγερινός της έλεγε:
   «Αν με φτάσεις, πάρε τις.»

   Έκαναν τάχα πως παίζουνε και βγήκανε στο δρόμο.

   Όταν ξεμάκρυναν πολύ από το σπίτι, είπε ο Αυγερινός στην Πούλια: «Tρέχα, Πούλια, όσο μπορείς, να φύγουμε.» Η βασίλισσα άρχισε ξοπίσω τους να τρέχει και να λέει: « Ελάτε πίσω, παιδιά μου. Ελάτε πίσω, καμάρια μου.»

   Τα παιδιά βουλώσανε τ΄ αυτιά τους, να μην την ακούνε και συνέχισαν το δρόμο τους, ώσπου κουράστηκαν απ΄ το πολύ το τρέξιμο. Τότε ο Αυγερινός πέταξε τις κορδέλες της αδερφής του, να μην τους πιάσει η βασίλισσα που τους κυνηγούσε και στη στιγμή έγινε απέραντος κάμπος πίσω τους. Όμως η μητριά μετά από λίγο, κόντεψε να φτάσει πάλι τα παιδιά.

   Τότε ο Αυγερινός πέταξε πίσω τους το χτένι και στη στιγμή έγινε ένα δάσος απέραντο. Κάτσανε λίγο τα παιδιά να ξαποστάσουν κάτω από τις φυλλωσιές των δέντρων. Αλλά, η μητριά φάνηκε ξανά και κόντευε πάλι να τα πιάσει. Τότε ο Αυγερινός πέταξε πίσω του το αλάτι και ευθύς απλώθηκε μια απέραντη λίμνη γύρω τους. Έπεσε μέσα η μητριά, μα δεν μπορούσε να περάσει. Στο μεταξύ, τα παιδιά έφτασαν σ΄ ένα λιβάδι κι ο Αυγερινός δίψασε.

   «Πούλια, διψώ.»
   «Κάνε λιγάκι υπομονή, ως που να φτάσουμε σε κανένα πηγάδι.»
   «Δε βαστάω, Πούλια. Διψώ.»

   Στο δρόμο που πηγαίνανε, βλέπει μια πατημασιά από ΄να μοσχάρι.
   «Πούλια, θα πιω. »
« Όχι, γιατί θα γίνεις μοσχάρι.»
   Εκεί που πηγαίνανε στο δρόμο, βλέπει πάλι μια πατημασιά από ΄να αρνί.
   «Πούλια, θα πιω. Δε βαστάω. »
   «Όχι, γιατί θα γίνεις αρνάκι.»

   Μα πριν προλάβει να τον κρατήσει η Πούλια, έσκυψε κι ήπιε νερό κι έγινε αρνάκι.

   Πήρε λοιπόν η Πούλια το αρνάκι της και δρόμο πήρε, δρόμο άφησε, έφτασε στο βασιλικό πηγάδι. Έβγαλε νεράκι καθάριο και δροσερό, ήπιε εκείνη, πότισε και τ΄ αρνάκι της. Κοντά στο πηγάδι υπήρχε μία γούρνα και κοντά στη γούρνα ένα κυπαρίσσι. Ανέβηκε η Πούλια απάνω στο δέντρο και το αρνάκι έβοσκε εκεί γύρω, στα χόρτα. Σε λίγο, οι υπηρέτες μαζί με το βασιλόπουλο φέρνουνε τα άλογα του βασιλιά να τα ποτίσουν. Είδαν εκείνα όμως, τον ίσκιο της Πούλιας μέσα στη γούρνα και από το φόβο τους δε θέλανε να πιούνε. Σκύβει και το βασιλόπουλο μέσα στη γούρνα και τι να δει! Μια κόρη όμορφη να κάθεται πάνω στο κυπαρίσσι. Χίλια καλά της είπε, χίλια καλά της έταξε, μα εκείνη δεν κατέβηκε. Τότε το βασιλόπουλο πάει και πιάνει μια γριά εκατοχρονίτισσα που από τα πολλά τα χρόνια που ΄χε στην πλάτη της, ήτανε σοφή, και της λέει: «Αν είσαι ικανή να τήνε κατεβάσεις από το κυπαρίσσι, εγώ θα σε γεμίσω φλουριά κι όλου του κόσμου τα καλά.»

   Πήρε η γριά η εκατοχρονίτισσα μια σκάφη κι ένα κόσκινο με μεγάλες τρύπες, που τα χρόνια τα παλιά το λέγανε κρησάρα, πήρε κι ένα γουρούνι και λίγο αλεύρι και πήγε κοντά στη βρύση για να ζυμώσει. Έβαλε ανάποδα τη σκάφη και την κρησάρα και έβαλε κι ένα γουρουνάκι κοντά στο αλεύρι. Έπειτα, έκανε τάχα πως θέλει να ζυμώσει. Σαν την είδε η Πούλια, από ΄κει πάνω στο δέντρο που ΄τανε καθισμένη, της είπε:

   «Αλλιώς, γριά, το κόσκινο, αλλιώς και το σκαφίδι,
και βαλ΄ το γουρουνάκι σου, να μη σου τρώει τ΄ αλεύρι.»

   Της λέει η γριούλα: «Παιδάκι μου, κατέβα παρά κάτω και δεν σ΄ ακούω.»

   «Ω! Θα ΄ναι κουφή η κακομοίρα, και δεν ακούει», σκέφτηκε με το νου της η Πούλια και κατέβηκε παρά κάτω.

   «Αλλιώς, γριά, το κόσκινο,αλλιώς και το σκαφίδι,
και βαλ΄ το γουρουνάκι σου, να μη σου τρώει τ΄ αλεύρι.»

   Της αποκρίνεται πάλι η γριούλα: «Tι λες παιδάκι μου; Κατέβα παρά κάτω και δεν σ΄ ακούω.»

   Και με τα πολλά, η γριούλα κατάφερε να την κατεβάσει κάτω. Το βασιλόπουλο που ΄τανε κρυμμένο εκεί κοντά, ευθύς την άρπαξε, την έβαλε πάνω στ’ άλογό του και την πήγε στο παλάτι.

   «Το αρνάκι μου, το αρνάκι μου», φώναζε η Πούλια. Αμέσως ο βασιλιάς πρόσταξε και της φέρανε το αρνί στο παλάτι.

   Μόλις όμως την είδε η βασίλισσα, τη ζήλεψε πολύ, γιατί ήταν εφτά φορές πιο όμορφη από κείνη!

   Μια μέρα, που έλειπε ο βασιλιάς με το βασιλόπουλο, η Πούλια έκανε περίπατο με τη βασίλισσα μέσα στο περιβόλι και θαύμαζε τα όμορφα δέντρα και τα πουλιά τριγύρω που λέγανε τραγούδια θαυμαστά. Όμως, εκεί που περνούσανε δίπλα στο πηγάδι, έδωσε μια η βασίλισσα στο κορίτσι και το πέταξε μέσα. Το βράδυ, σαν γύρισε το βασιλόπουλο, έψαξε από ΄δω, έψαξε από ΄κει, ρώτησε και τη μητέρα του να μάθει που είναι η Πούλια. «Δεν ξέρω», αποκρίθηκε εκείνη θυμωμένη.

   Στο μεταξύ, το αρνάκι γυρόφερνε όλη την ώρα στο πηγάδι και βέλαζε:
   «Μπεέ! μπεέ! Πούλια, θα με σφάξουν. Μπεέ! μπεέ! Πούλια τροχίζουν τα μαχαίρια! Μπεέ! μπεέ! Πούλια, μου βάζουν το μαχαίρι στο λαιμό.»
   «Θεέ μου, δωσ΄ μου τη δύναμη να βγω από ΄δω, να σώσω τον αδερφό μου», λέει η Πούλια και μεμιάς δίνει μια και πετάγεται έξω από το πηγάδι.

   «Σώπα, κυρά μου», της λέει ο βασιλιάς «και θα σου αγοράσω άλλο.»
«Δεν το θέλω το άλλο. Εγώ θέλω το δικό μου.»

   Το ψήσανε το αρνάκι και κάτσανε να το φάνε. Η Πούλια δεν άγγιξε καθόλου από το φαγητό αυτό, παρά μάζεψε όλα τα κόκκαλα, τα ΄βαλε σε μια στάμνα και τα ΄θαψε μέσα στο περιβόλι.

   Μόλις ξημέρωσε, βρήκε να ΄χει φυτρώσει εκεί που ΄χε θαμμένα τα κόκκαλα, μια νεραντζιά όμορφη και φουντωτή μ΄ ένα νεράντζι απάνω. Σαν το ΄δε η βασίλισσα, ζήτησε να το κόψουν. Μια και δυο, πάει το βασιλόπουλο να το κόψει, κι ευθύς το κλωνάρι με το νεράντζι ψηλώνει τόσο, που δεν το φτάνει κανείς. Πάει κι ο βασιλιάς και το κλωνάρι ψηλώνει, ψηλώνει, τόσο που να μην μπορεί να το φτάσει. Πάει στο τέλος κι η βασίλισσα να το φτάσει, μα το κλωνάρι με το νεράντζι, ψηλώνει, ψηλώνει μέχρι τον ουρανό και τ΄ άλλα κλωνάρια χύνονται να της βγάλουν τα μάτια.

   «Θα δοκιμάσω κι εγώ», είπε η Πούλια.
   «Τόσοι πήγανε και δεν το φτάσανε. Μα αν θέλεις, τράβα κι εσύ να δοκιμάσεις την τύχη σου.»

   Πάει η Πούλια και το κλωνάρι με το νεράντζι πέφτει στα χέρια της. Κι ευθύς μια φωνή απ΄ το νεράντζι της λέει:
   «Πούλια, πιάσου σφιχτά θα ανέβουμε ψηλά.»

   Και το κλωνάρι με το νεράντζι ψηλώνει, κι ολοένα ψηλώνει μέχρι που φτάνει απάνω στον ουρανό και ακούγεται η Πούλια από ΄κει πάνω να λέει:

   «Έχε γεια, καλέ μου πεθερέ. Έχε γεια, και σε σένα, καλό μου βασιλόπουλο.
Στον κόσμο σας άλλο να ζήσω δεν μπορούσα.
Από τα χέρια της κακιάς μητριάς,
έπεσα στα χέρια της κακιάς πεθεράς.
Άλλο να κάνω, δεν μπορώ
παρά να φύγω μακριά από ‘δω
κι ίσως βρεθούμε κάποτε ψηλά στον ουρανό.»

   Και υψώθηκε η Πούλια με τον αδερφό της που ΄χε μεταμορφωθεί στο κλωνάρι με το νεράντζι, πάνω στον ουρανό, κι έγιναν δυο αστέρια λαμπρά, η Πούλια και ο Αυγερινός.

   Ο Αυγερινός είναι το πιο γνωστό και το πιο αγαπημένο αστέρι των ανθρώπων από τα χρόνια τα παλιά. Είναι το πρώτο άστρο που βλέπει ο χωρικός το δειλινό, όταν τελειώνει τη δουλειά της μέρας και πάει στο ζεστό του σπίτι ν΄ αναπαυτεί και το τελευταίο που αντικρύζει στον ουρανό, όταν τα χαράματα πια, ξεκινάει με τη δουλειά της μέρας της καινούριας. Κάποιοι το λένε “άστρο της αυγής» κι αν τύχει να το δείτε στον ουρανό, θα ξέρετε τώρα, πως κάποτε ήταν βασιλόπουλο αληθινό που γλίτωσε από τα βάσανα την αδερφή του.

Ψέματα κι αλήθεια,
έτσι λεν΄ τα παραμύθια.
Κι αν τίποτα δεν είχε συμβεί,
δε θα είχαμε τίποτα να πούμε…

Η αλεπού και τα σταφύλια

  Μια μέρα, μια αλεπού διέσχιζε αλαφροπάτητη ένα χωράφι, λουσμένο στις χρυσαφένιες ηλιαχτίδες. Με τ’ αυτιά κατσουλωμένα, η αλεπού οσμιζόταν τον αέρα, έτοιμη να φύγει τρέχοντας αν εμφανιζόταν εκεί γύρω κανένας χωρικός.
Λίγο παρακάτω, αντίκρισε μια πελώρια κληματαριά. Η αλεπού κοντοστάθηκε — χιλιά-δες κληματόβεργες μπλέκονταν σε μια ξύλινη κρεβατίνα κι από τις κληματόβεργες κρέμονταν κάτι μεγάλα, λαχταριστά, ζουμερά τσαμπιά σταφύλια.
«Θα κλέψω καναδυό τσαμπιά τώρα, πριν έρθει ο αμπελουργός», αποφάσισε η αλεπού.
Στάθηκε στα δυο της πόδια, άνοιξε το στόμα και προσπάθησε να κόψει το πιο κοντινό τσαμπί, όμως αυτό βρισκόταν πολύ ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι της. Γρυλίζοντας νευριασμένη, η αλεπού πισωπάτησε, πήρε φόρα και πήδηξε ξανά, ανοιγοκλείνοντας την πελώρια σαγονιά της.
Όμως, του κάκου! Νευριασμένη, η αλεπού δοκίμασε ξανά, και ξανά. Για πάνω από μια ώρα, έπαιρνε φόρα και πηδούσε, έτρεχε και τιναζόταν στον αέρα, αλλά δεν κατάφερε να κόψει ούτε ένα τσαμπί.
Τελικά, τα παράτησε κι απομακρύνθηκε, με σκυμμένο το κεφάλι. «Χμ, σιγά τα σταφύλια!» μουρμούρισε. «Ξινά και άγουρα είναι όλα!»

ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ : Μερικές φορές, όταν δεν μπορούμε ν’ αποκτήσουμε κάτι που λαχταράμε, καμωνόμαστε πως δεν το θέλαμε και παριστάνουμε τους αδιάφορους.

Η μαγική φλογέρα και τα αυτοκίνητα

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια μαγική φλογέρα. Είναι ένα παλιό παραμύθι που το ξέρουν όλοι. Μιλάει για μια πολιτεία που είχε γεμίσει ποντίκια κι ένα παλικάρι παίζοντας τη μαγική φλογέρα του έκανε όλα τα ποντίκια να τον ακολουθήσουν, τα ’φτάσε ως το ποτάμι και πέσανε μέσα και πνίγηκαν. Ύστερα ο δήμαρχος δεν ήθελε να πληρώσει και το παλικάρι ξανάρχισε να παίζει τη φλογέρα και τον ακολούθησαν όλα τα παιδιά της πόλης ως πέρα μακριά.

Και τούτο εδώ το παραμύθι μιλάει για μια μαγική φλογέρα: Μπορεί να ήτανε και η ίδια με το παλιό παραμύθι, μπορεί και όχι.

Αυτή τη φορά ήτανε μια πολιτεία που είχε ξεχειλίσει στα αυτοκίνητα. Είχανε γεμίσει οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια, οι στοές. Αυτοκίνητα παντού: μικρά σαν κουτάκια, μακριά σαν βαπόρια, με ρυμούλκες, με τροχόσπιτα. Ακόμα νταλίκες, φορτηγά, φορτηγάκια.

Ήτανε τόσα πολλά που προχωρούσανε πολύ δύσκολα, τρακάρανε, σπάζανε τα φτερά, κοπανούσανε τους προφυλακτήρες, ξεχαρβάλωναν οι εξαεριστήρες. Τέλος, πληθύνανε τόσο που δεν μπορούσανε να προχωρήσουνε καθόλου και μένανε καρφωμένα στη θέση τους.

Έτσι, ο κόσμος πήγαινε με τα πόδια. Δεν ήτανε όμως και τόσο εύκολο να περπατήσει κανείς, γιατί τ’ αυτοκίνητα άφηναν λίγο χώρο για τους πεζούς. Έπρεπε λοιπόν εκείνοι να λοξοδρομούνε, να πηδούνε πάνω από τα αυτοκίνητα ή να περνούν από κάτω. Κι από το πρωί ως το βράδυ άκουγε κανείς:

– Οχ!

Ήτανε ένας πεζός που είχε κουτουλήσει σε μια νταλίκα.

– Οχ! Αχ!

Ήτανε δυο πεζοί που είχανε κουτουλήσει μεταξύ τους, ενώ σπρωχνόντανε να περάσουν κάτω από ένα φορτηγό.

Ο κόσμος κόντευε να τρελαθεί από το κακό του.

– Πρέπει να τελειώνει αυτή η κατάσταση!

– Πρέπει να κάνουμε κάτι!

– Γιατί ο δήμαρχος δε βρίσκει μια λύση;

Ο δήμαρχος άκουγε όλες αυτές τις διαμαρτυρίες και μουρμούριζε.

– Όσο για να σκεφτώ, σκέφτομαι. Σκέφτομαι νύχτα μέρα. Σκεφτόμουνα ακόμα κι ανήμερα τα Χριστούγεννα. Το κακό είναι πως δε μου κατεβαίνει καμιά ιδέα. Δεν ξέρω τι να κάνω, τι να πω, πού να βρω άκρη. Και το κεφάλι μου δεν είναι πιο ξερό από των άλλων.

Μια μέρα παρουσιάστηκε στο δημαρχείο ένα παράξενο παλικάρι. Φορούσε ένα σακάκι από προβιά, τσόκαρα στα πόδια κι ένα αλλόκοτο κούκο στο κεφάλι. Έμοιαζε σαν λατερνατζής, χωρίς όμως να ‘χει λατέρνα. Όταν ζήτησε να δει το δήμαρχο, ο φρουρός τού απάντησε πολύ ξερά:

– Άφησέ τον ήσυχο. Δεν έχει κέφι για σερενάτες.

– Μα εγώ δεν έχω λατέρνα.

– Τόσο το χειρότερο. Αν δεν έχεις ούτε λατέρνα, τότε γιατί να σε δεχτεί ο δήμαρχος.

– Πες του πως θέλω να αδειάσω την πόλη, να λύσω το πρόβλημα με τα αυτοκίνητα.

– Τι είπες; Άντε δρόμο. Τέτοια αστεία ούτε να τα ξεστομίζεις.

– Πηγαίνετε με στο δήμαρχο και σας ορκίζομαι πως δε θα το μετανιώσετε.

Τόσο πολύ επέμενε που ο φρουρός αναγκάστηκε να τον αφήσει να περάσει και να πάει στο δήμαρχο.

– Καλή σας μέρα, κύριε δήμαρχε.

– Βιάζεσαι να μου πεις καλημέρα. Για μένα, καλή μέρα θα ’ναι όταν…

– … η πόλη αδειάσει από τ’ αυτοκίνητα. Εγώ ξέρω το πώς…

– Ξέρεις; Και ποιος σ’ το έμαθε; Μια γίδα;

– Δεν έχει σημασία ποιος μου το έμαθε. Δε χάνετε τίποτα, αν μ’ αφήσετε να δοκιμάσω. Κι αν μου υποσχεθείτε κατιτί, ως αύριο το πρωί δε θα ‘χετε πια σπαζοκεφαλιές.

– Για ν’ ακούσουμε τι πρέπει να υποσχεθώ.

– Από αύριο στη μεγάλη πλατεία να επιτρέπεται να παίζουν τα παιδιά και να τη γεμίσετε κούνιες, αλογάκια, τσουλήθρες, τραμπάλες, μπάλες και αετούς.

– Τη μεγάλη πλατεία;

– Τη μεγάλη πλατεία.

– Και δε ζητάς τίποτ’ άλλο;

– Τίποτ’ άλλο.

– Τότε, έγινε. Το υπόσχομαι. Ας δώσουμε τα χέρια. Πότε αρχίζεις;

– Τώρα δα, κύριε δήμαρχε…

– Εμπρός ας μη χάνουμε ούτε δευτερόλεφτο.

Το παράξενο παλικάρι δεν έχασε ούτε δευτερόλεπτο. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε μια μικρή φλογέρα καμωμένη από ξύλο μουριάς. Κι αμέσως μέσα στο γραφείο του δήμαρχου άρχισε να παίζει έναν αλλόκοτο σκοπό. Βγήκε παίζοντας από το δημαρχείο, διέσχισε την πλατεία και τράβηξε κατά το ποτάμι.

Και ξάφνου…

– Κοιτάξτε! Τι κάνει αυτό το αυτοκίνητο; Πήρε μπρος μόνο του.

– Κι εκείνο κει!

– Έεεεε! Αυτό είναι το δικό μου! Ποιος μου κλέβει το αυτοκίνητο. Κλέφτες! Κλέφτες!

– Δε φαίνεται κανένας κλέφτης. Όλα τα αυτοκίνητα παίρνουνε μπρος μόνα τους.

– Αυξαίνουν ταχύτητα… Τρέχουνε…

– Ποιος ξέρει πού πάνε.

– Το αυτοκίνητό μου! Σταμάτα, σταμάτα! Θέλω το αυτοκινητάκι μου!

Από κάθε μεριά της πόλης ξεμπουκάρανε τρέχοντας τα αυτοκίνητα με πάταγο. Ακουγότανε ένας θόρυβος από μουγκρητά μηχανής, εξατμίσεις, κλάξον, σειρήνες…

Και τρέχανε… τρέχανε μόνα τους.

Μα αν έστηνε κανείς προσεκτικά αυτί, μέσα απ’ όλον αυτόν το σαματά θα ξεχώριζε πιο δυνατό και πιο επίμονο τον ήχο της φλογέρας με τον παράξενο, τόσο παράξενο σκοπό.

Υποθετικός λόγος

  • Υποθετικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες (εξαρτημένες) προτάσεις που εκφράζουν έναν όρο, μια προϋπόθεση που πρέπει να εκπληρωθεί, για να ισχύσει αυτό που δηλώνει η πρόταση που προσδιορίζεται (που συνήθως είναι κύρια).
  • Εισάγονται με τους υποθετικούς συνδέσμους εάν, αν, άμα, σαν ή με φράσεις όπως έτσι και, στην περίπτωση που κ.ά.
    Π.χ.:
    Αν έχω ελεύθερο χρόνο, θα πάω στο πάρκο.
    Έτσι και φύγεις, θα λυπηθώ πολύ.
  • Η δευτερεύουσα υποθετική πρόταση ονομάζεται υπόθεση, ενώ αυτή που προσδιορίζεται (συνήθως η κύρια) ονομάζεται απόδοση. Η υπόθεση και η απόδοση μαζί αποτελούν έναν υποθετικό λόγο.
  • Οι υποθετικές προτάσεις συνήθως χωρίζονται με κόμμα από την πρόταση που προσδιορίζουν.
  • Σε έναν υποθετικό λόγο μπορεί να υπάρχουν:
    α) μία υπόθεση και περισσότερες αποδόσεις
    π.χ. Αν έχω χρόνο, θα πάμε βόλτα και θα σε κεράσω παγωτό,
    β) περισσότερες υποθέσεις και μία απόδοση
    π.χ. Αν έχω χρόνο και αν διαβάσεις, θα πάμε βόλτα,
    γ) περισσότερες υποθέσεις και περισσότερες αποδόσεις
    π.χ. Αν έχω χρόνο και αν διαβάσεις, θα πάμε βόλτα και θα σε κεράσω παγωτό.
  • Μερικές φορές στον υποθετικό λόγο μπορεί να λείπει η υπόθεση ή η απόδοση, εφόσον εννοείται εύκολα.
    π.χ.  – Θα έρθεις μαζί μας;
            – Αν προλάβω (ενν. θα έρθω μαζί σας [απόδοση]).

Προσοχή! Αν η πρόταση που αρχίζει με αν ή εάν εξαρτάσαι από πρόταση που περιέχει ρήμα όπως ρωτώ, απορώ, ξέρω, γνωρίζω, μαθαίνω, σκέφτομαι, θυμάμαι κ.ά., τότε αυτή η δευτερεύουσα πρόταση δεν είναι υποθετική αλλά πλάγια ερωτηματική, λειτουργεί συνήθως ως αντικείμενο στο ρήμα από το οποίο εξαρτάται και δε χωρίζεται με κόμμα από την προηγούμενη πρόταση,
π.χ. Τον ρώτησα αν θέλει κι άλλο παγωτό.
Δεν ξέρω αν θα επιστρέφω νωρίς.

Έναρθρα και άναρθρα ουσιαστικά

Πώς χρησιμοποιούμε τα διαλυτικά

Η σημασία και η χρήση των εκφράσεων