Γλώσσα E – Χριστούγεννα

19/12/2023
Μαθήματα Ενότητας

Ο Άγιος που όλοι περιμένουμε

Πρωτοχρονιά δε σημαίνει μόνο αλλαγή τον χρόνου. Για πολλούς από μας, μικρούς και μεγάλους σημαίνει και δώρα. Αντά που ίσως μας φέρει με τρόπο μαγικό ο καλός μας άγιος. Ο Αϊ-Βασίλης. Αλήθεια ποιος δεν έχει ξενυχτήσει περιμένοντάς τον να φανεί μέσα στη νύχτα! Πόσοι τον έχουν παρακαλέσει, τον έχουν στείλει γράμματα, τον επικαλούνται στις μικρές και μεγάλες επιθυμίες τους! Κι αυτός ακούραστος και χαμογελαστός προσπαθεί να μην απογοητεύσει κανέναν.

Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία...

Ένα επίκαιρο κοινωνικό έργο

Εκεί γίνεται ολοφάνερο, πως ενώ ζούσε μακριά απ’ το κόσμο, στην ουσία είναι πολύ κοντά στο λαό. Και ξεκινά ένα τεράστιο κοινωνικό έργο που θα μείνει στην ιστορία γνωστό ως Βασιλειάδα. Οργανώνει σχολεία και νοσοκομεία, φροντίζει και στηρίζει τους φτωχούς υλικά και ηθικά και τους υπερασπίζεται ακόμα και αν είναι να τα βάλει με πλούσιους και ισχυρούς. Πιστεύει στην απόλυτη ισότητα όλων των ανθρώπων. Θεωρεί την παιδεία και την υγεία υπέρτατα αγαθά. Γράφει γι’ αυτά με τρόπο αριστουργηματικό, αλλά και αγωνίζεται να τα προσφέρει στο λαό, μέχρι το τέλος της ζωής του, την 1 η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ.
Ο φτωχός λαός της Καισάρειας αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον εκφραστή και τον αγωνιστή του ονείρου για μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία. Τον εκτίμησε και τον αγάπησε τόσο, ώστε τον χαρακτήρισε Μέγα.

Πατρίδα του θεωρείται η Καισάρεια της Καππαδοκίας, πόλη της σημερινής κεντρικής Τουρκίας. Στα χρόνια του Μεγάλου Βασιλείου, η Καππαδοκία ήταν τμήμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, πλούσια και με μεγάλη πνευματική ακτινοβολία. Τα ηφαίστεια της περιοχής και οι διαβρωτικές δυνάμεις της φύσης, όπως ο αέρας, οι βροχές και τα υπόγεια νερά, έκαναν με τη δραστηριότητά τους το τοπίο της Καππαδοκίας μοναδικό, σχηματίζοντας τεράστιους πέτρινους κώνους.

Γεννήθηκε το 330 μ.Χ. από οικογένεια αγαπημένη και εύπορη. Ο πατέρας του, Βασίλειος κι αυτός, ήταν δάσκαλος ρητορικής, ενώ η μητέρα του Εμμέλεια ήταν γνωστή για τη μόρφωση, τη καλοσύνη και τη βαθιά πίστη της. Έτσι ο Βασίλειος και τα οχτώ αδέλφια του ανατράφηκαν με οδηγό την αγάπη και την αλληλεγγύη για τον άνθρωπο.

Μαθαίνει τα πρώτα του γράμματα κοντά στους γονείς και στη γιαγιά του Μακρίνα και συνεχίζει τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη. Από κει έρχεται στην Αθήνα για να φοιτήσει στη φημισμένη Φιλοσοφική σχολή. Γρήγορα ο Βασίλειος ξεχωρίζει, όχι μόνο για τις ικανότητές του στις σπουδές, αλλά κυρίως για πράο, γαλήνιο και σοφό χαρακτήρα του. Σπουδάζει Γεωμετρία, Ιατρική, Ρητορική… μα τον συναρπάζει η Φιλοσοφία. Μελετά τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, τους οποίους θαυμάζει αλλά και κρίνει.
Έπειτα από δέκα χρόνια, γυρίζει για λίγο καιρό στην πατρίδα του και μετά ξεκινά ένα μεγάλο ταξίδι. Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο… Εκείνη την εποχή, η χριστιανική εκκλησία κλυδωνίζεται από θεολογικές διαφωνίες και αιρέσεις. Ο Βασίλειος, απογοητευμένος θα ασπαστεί το μοναχικό βίο. Σ’ ένα ήρεμο τόπο, προσεύχεται, μελετά, καλλιεργεί τη γη. Μα σε λίγο καιρό επιστρέφει στην Καισάρεια ως κληρικός. Διάκονος αρχικά και αργότερα επίσκοπος.

Μια λαϊκή παράδοση για τη βασιλόπιτα

Κάποτε στην Καππαδοκία, ένας σκληρός έπαρχος πήγε να εισπράξει υπέρογκους φόρους απ’ το λαό. Επίσκοπος τότε ήταν ο άγιος Βασίλειος, και ο λαός ζήτησε τη βοήθειά του. Αυτός τους συμβούλεψε να μαζέψουν ό,τι πολυτιμότερο είχαν και να του τα δώσουν. Έπεισε όμως τον έπαρχο να φύγει χωρίς να πάρει τίποτα. Πώς 8α γινόταν όμως η επιστροφή αφού δε γνώριζαν ποιος είχε δώσει τι;
Με συμβουλή του αγίου ετοιμάστηκαν μικρές πίτες που η καθεμία είχε μέσα και από κάτι πολύτιμο. Όταν έγινε τυχαία η διανομή, διαπιστώθηκε πως ο καθένας πήρε πίσω αυτό που έδωσε με ένα τρόπο μαγικό.
Από τότε, κάθε χρόνο στη γιορτή του αγίου την Πρωτοχρονιά, φτιάχνουμε τη βασιλόπιτα σε ανάμνηση του θαυμαστού περιστατικού.

Η Εξαφάνιση του Άϊ-Βασίλη

Μια μέρα την Άνοιξη…

της Μπέκη Μπλουμ

Πολύ μακριά από τις κατοικημένες περιοχές, σε μια παραλία στη Βόρεια Φινλανδία, εκεί που κανένας, μα κανένας δεν έχει ποτέ πλησιάσει, ο Αϊ-Βασίλης κοιτούσε με νοσταλγία την ατέλειωτη θάλασσα κι ονειρευόταν.
Πλησίαζε το καλοκαίρι και για τον Αϊ-Βασίλη καλοκαίρι σήμαινε πως σιγά σιγά θα έπρεπε να αρχίσουν οι προετοιμασίες για την επόμενη Πρωτοχρονιά.
Οι βοηθοί του είχαν χτίσει εφτά ολοκαίνουργιες αποθήκες για παιχνίδια, το υπεραυτόματο εργοστάσιο που θα έφτιαχνε CD Rom – made in North Pole, είχε τελειώσει έπειτα από μήνες εντατικής δουλειάς και σε λίγο θα παραλάμβαναν 35 καινούργια κομπιούτερ, για να δέχεται ο Αϊ-Βασίλης τις παραγγελίες των παιδιών μέσω Ίντερνετ. Σε λίγο, όλα θα ήταν έτοιμα, άψογα, υπερσύγχρονα στο Βόρειο Πόλο, αλλά ο ίδιος ο Αϊ-Βασίλης ένιωθε ανήσυχος και ανικανοποίητος.
Είχε, χωρίς αμφιβολία, τους πιο καταρτισμένους και αποτελεσματικούς βοηθούς στον κόσμο και, χάρη στην τεχνολογία, η παραγωγή των παιχνιδιών και η διεκπεραίωση των παραγγελιών γινόταν καλύτερα και γρηγορότερα από ποτέ.
Να φανταστείτε, τα δέκα τελευταία χρόνια είχε δεκαπλασιαστεί ο αριθμός των δώρων που ξεκινούσε από το Βόρειο Πόλο κάθε Πρωτοχρονιά για τα παιδιά όλου του κόσμου -ήταν τόσο εντυπωσιακός ο αριθμός τους, που οι μεγάλοι επενδυτές πίεζαν τον Αϊ-Βασίλη με σχέδια συνεργασίας και επέκτασης…
Ο Αϊ-Βασίλης όμως εξακολουθούσε να νιώθει ανήσυχος και ανικανοποίητος.
Κι έτσι, καθώς στεκόταν πλάι στη θάλασσα, είδε από μακριά να έρχεται προς το μέρος του ο Όλλι, ένας από τους παλιότερους βοηθούς του. «Αυτά τι να τα κάνω;», είπε ο Όλλι, δείχνοντας ένα ξεχαρβαλωμένο χαρτόκουτο (ο Όλλι είχε μανία με την καθαριότητα και την τάξη).
«Είναι… ξέρεις, γράμματα παιδιών που δεν έχουν απάντηση…», εξήγησε ο Όλλι ντροπιασμένος χωρίς να κοιτάζει τον Αϊ-Βασίλη στα μάτια!
Ο Αϊ-Βασίλης κατάλαβε. Ήταν τα γράμματα των παιδιών που δε ζητούσαν παιχνίδια… Μερικά από αυτά ζητούσαν ειρήνη για όλο
τον κόσμο, άλλα ζητούσαν να μην υπάρξει ούτε ένα παιδί που δε θα πάρει δώρο την Πρωτοχρονιά, ενώ άλλα ζητούσαν ένα σπίτι και μια οικογένεια για κάθε παιδί του πλανήτη…

«Να γιατί έχω χάσει τον ύπνο μου», μονολόγησε ο Αϊ-Βασίλης, κι έπιασε ένα γράμμα στην τύχη μέσα από το κουτί.

Με λένε Χαρά και ζω σ’ αυτό το μικρό νησί στη ζωγραφιά. Μου κάνει εντύπωση, Αϊ-Βασίλη, πως, παρόλο που μένω ξύπνια κάθε νύχτα Πρωτοχρονιάς, από τότε που Θυμάμαι, δε σ’ έχω δει ποτέ να πετάς με το έλκηθρό σου πάνω από το νησί μας. Είμαστε, Βέβαια, πολύ φτωχό νησί για να παίρνουμε κανονικά δώρα, αλλά θα ήταν ωραία να περνούσες μια φορά… έτσι, σαν περαστικός, σαν τουρίστας!
Εγώ, Αϊ-Βασίλη, θα ‘θελα όλο κι όλο μόνο ένα δώρο και μόνο για μία Πρωτοχρονιά στη ζωή μου. Θα ‘θελα να μαζευτούν όλα τα παιδιά του κόσμου εδώ στο νησί να γνωριστούμε καλά καλά και να γίνουμε φίλοι. Νομίζω πως μετά θα ήταν πια πολύ δύσκολο να κάνουμε πολέμους και τέτοια, γιατί αν συναντιόμασταν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε πόσο μοιάζουμε τελικά όλοι μεταξύ μας.

Τι να πει ο Αϊ-Βασίλης… Τέτοια γράμματα του βάραιναν την καρδιά χρόνια τώρα. Πήρε το γράμμα της Χαράς, το δίπλωσε στα τέσσερα, έφτιαξε ένα μικρό καραβάκι και το απόθεσε στο νερό.
Μα, ακόμα κι ο Αϊ-Βασίλης, που είναι συνηθισμένος στα μαγικά, έμεινε με το στόμα ανοιχτό όταν είδε πως το καραβάκι μεγάλωνε στο δευτερόλεπτο, και στο τέλος έγινε τόσο μεγάλο, που χωρούσε κι ο ίδιος να μπει μέσα.
«Για δες, που 8α πάω τελικά βόλτα με το καραβάκι της Χαράς», αναφώνησε ενθουσιασμένος σαν παιδί ο Αϊ-Βασίλης και πήδηξε μέσα στο καραβάκι χωρίς δεύτερη σκέψη!
Έβγαλε τις κάλτσες του και ξάπλωσε
κάτω από το χλιαρό ήλιο του Βόρειου Πόλου. Τα κύματα τον νανούρισαν με ένα απαλό κρυστάλλινο τραγούδι και ούτε που φανταζόταν, όταν ξυπνούσε, πως θα βρισκόταν πολύ μακριά από τις γνώριμες θάλασσες της Φινλανδίας.

Δυο μέρες μετά…

«Ξυπνάει! Ελάτε!», άκουσε μια φωνή ο Αϊ-Βασίλης, καθώς μισάνοιγε τα μάτια του…
Μα, τι του συνέβαινε; Βρισκόταν ξαπλωμένος σε μια αμμουδιά, ξυπόλητος και με σορτσάκι… τι ντροπή! Αλλά ο Αϊ-Βασίλης είχε δει πολλά στην πολυτάραχη ζωή του και δεν τα ‘χασε.
Άνοιξε καλά καλά τα μάτια του και είδε ένα προς ένα τα πρόσωπα γύρω του…
Ευτυχώς! Δεν ήταν οι επενδυτές που τον βολιδοσκοπούσαν για επεκτάσεις στο Βόρειο Πόλο, δεν ήταν ιδιοκτήτες πολυκαταστημάτων, ούτε δημοσιογράφοι σκανδαλοθηριών εφημερίδων -ήταν όλο κι όλο καμιά δεκαπενταριά παιδιά που τον κοίταζαν με πολύ ενδιαφέρον και, μάλλον, με συμπάθεια…
Τα παιδιά τού έφεραν φρούτα και φρεσκοστυμμένο χυμό, του πέταξαν κουβάδες με δροσερό νερό για να πλυθεί από τα αλάτια της θάλασσας και του χάρισαν… και τι δεν του χάρισαν! Πέτρες, κοχύλια, μπανάνες και ινδικές καρύδες, ευωδιαστές γιρλάντες από γιασεμιά και μανόλιες… Ποτέ ο Αϊ-Βασίλης δεν είχε πάρει τόσα πολλά δώρα.
«Εγώ σου είχα γράψει Αϊ-Βασίλη», του εξομολογήθηκε στο τέλος της μέρας ένα κοριτσάκι με αλογοουρά και μενεξελί φιόγκο. «Εγώ είμαι, η Χαρά. Βουνό μου φάνηκε ο χρόνος μέχρι να έρθεις, αλλά ήμουν σίγουρη, κατασίγουρη, πως δε θα αγνοούσες το γράμμα μου… και κάποτε θα ερχόσουν εδώ για να μείνεις…»
«Για να μείνω», επανέλαβε μαγεμένος ο Αϊ-Βασίλης… Μα, μπορούσε να φύγει; Φυσικά και μπορούσε! Δεν ήταν τίποτα. Μπορούσε να τηλεγραφήσει ανά πάσα στιγμή στα ελάφια του και θα έρχονταν να τον πάρουν προτού να πεις κύμινο! Να όμως, που ο Αϊ-Βασίλης δεν είχε καθόλου, μα καθόλου κέφι να γυρίσει πίσω στο Βόρειο Πόλο… Οι βοηθοί του ήταν τετραπέρατοι – θα τα κατάφερναν για λίγο καιρό μόνοι τους. Και ίσως, αργότερα, να επέστρεφε για την Πρωτοχρονιά. Προς το παρόν, όμως, δε θα το κουνούσε ρούπι από το μικρό νησί της Χαράς…

Πολλούς μήνες μετά… Παραμονές Πρωτοχρονιάς

Οι πρώτοι που ανακάλυψαν τι συνέβαινε ήταν οι ιδιοκτήτες των πολυκαταστημάτων. Η αλληλογραφία από το Βόρειο Πόλο, τα γράμματα και τα φαξ έφταναν με υπογραφή «αντ’ αυτού, Όλλι». Κανείς δεν είχε δει φέτος, ούτε μια φορά, την απλωτή γραφή του Άϊ-Βασίλη.

«Λες να είναι άρρωστος;» άρχισαν να κουτσομπολεύουν μεταξύ τους, σε τυχαία δήθεν τηλεφωνήματα, οι επιχειρηματίες των εορτών. «Λες να μας αφήσει ξεκρέμαστους όταν έρθει η νύχτα της Πρωτοχρονιάς; Θα καταρρεύσει η αγορά!»

Οι επενδυτές άρχισαν κι αυτοί κάτι να μυρίζονται. «Ίσως τώρα να είναι η καταλληλότερη εποχή για εξαγορά των εγκαταστάσεων του Βορείου Πόλου», άρχισαν να σκέφτονται, κι έστειλαν ανιχνευτές στη Φινλανδία, εκεί που κανείς, μα κανείς δεν είχε πάει για να εκτιμήσουν από κοντά την κατάσταση.

«Διαφημιστικό κόλπο είναι, πώς κάνουμε έτσι;», έλεγαν μεταξύ τους όσοι γονείς είχαν ακούσει τις φήμες. «Να δείτε που την τελευταία στιγμή ο Άϊ-Βασίλης θα εμφανιστεί την Πρωτοχρονιά.»

Και όπως όλοι φαντάζεστε, το θέμα έφτασε πολύ γρήγορα στ΄ αυτιά των δημοσιογράφων! Ο Βόρειος Πόλος γέμισε από εξερευνητές που ήταν εφοδιασμένοι με τον πιο σύγχρονο εξοπλισμό – βιντεοκάμερες και δυνατά κιάλια ημέρας και νυκτός. Όσο κι αν έψαξαν όλοι, ο Αϊ-Βασίλης δε βρέθηκε που-θε-νά! Και είχαν ψάξει παντού, σε κάθε υπόγειο και αποθήκη, στο σχολείο, στη βιβλιοθήκη, στις κουζίνες του Βόρειου Πόλου, σε παραλιακά μπανγκαλόους και σε εγκαταλειμμένες σάουνες Έψαξαν σε νοσοκομεία και σε ξενοδοχεία, ενώ είχαν παρακολουθήσει τα διαμερίσματα όλων των διάσημων φίλων του Αϊ-Βασίλη στο Όσλο και στη Στοκχόλμη. Άνω κάτω είχαν φέρει τη Σκανδιναβία, αλλά ο Αϊ-Βασίλης ήταν άφαντος!!!
Σύντομα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων σταμάτησαν να ασχολούνται με τις με τις πολιτικές συναντήσεις κορυφής, με το χρηματιστήριο, ή με το πού περνούσαν τις διακοπές τους οι τραγουδιστές, και οι πριγκίπισσες. Η εξαφάνιση του Αϊ-Βασίλη ήταν η πρώτη και, συχνά, η μοναδική είδηση. Τρόπος του λέγειν, δηλαδή, πως ήταν είδηση γιατί όλα αυτά που γράφονταν ήταν από εικασίες έως ψέματα. «Ασθενεί βαριά σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης», έγραφαν οι μεν. «Βρίσκεται στο Πεκίνο σε μυστικές συνομιλίες για τη μεταφορά των εγκαταστάσεων του Βόρειου Πόλου στην Κίνα», έγραφαν οι δε. Ήταν γνωστό πως όλες οι έρευνες γίνονταν στο σκοτάδι. Η ανησυχία των παιδιών έγινε μόνιμος πονοκέφαλος για τους γονείς. Μερικά (τα πιο κακομαθημένα) γκρίνιαζαν μέρα νύχτα, χτυπιούνταν στο πάτωμα και ζητούσαν εξηγήσεις για το πώς θα έπαιρναν τελικά και τα τριάντα δύο παιχνίδια που είχαν παραγγείλει στον Αϊ-Βασίλη ιδιοχείρως, αν ο Αϊ-Βασίλης δεν εμφανιζόταν τελικά μέχρι την Πρωτοχρονιά. Άλλα ήταν απλώς στενοχωρημένα και ανόρεχτα. Άλλα, τα πιο μεγάλα, έψαχναν μανιωδώς για ειδήσεις στο Ίντερνετ (είχε γεμίσει ο κυβερνοχώρος με www.LostSantaKlaus.com, www.SantaKlausSOS.com και ό,τι άλλο βάζει ο νους σας).
Μέχρι που ένα πρωί μια εφημερίδα δημοσίευσε την επίμαχη φωτογραφία (δεν ξέρουμε με ποιο τρόπο την είχε βρει). Η φωτογραφία έδειχνε από πολύ μακριά ένα νησί στη μέση του πελάγους, ένα νησί μικρό αλλά με απίθανες φοινικιές και παραλίες και άλλα τέτοια ειδυλλιακά και τουριστικά… ΕΔΩ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Ο ΑΙ-ΒΑΣΙΛΗΣ, έγραφε η λεζάντα.
Αυτό πια ήταν ανήκουστο! Τι ζητούσε ο Αϊ-Βασίλης, στην ηλικία του, σ’ ένα εξωτικό νησί; Και με ποιο δικαίωμα είχε αφήσει όλα τα παιδιά ξεκρέμαστα; Με τι μούτρα θα τα ξανάβλεπε; Έπρεπε να βγει από τον κρυψώνα του και να λογοδοτήσει!
Είχε φτάσει πια παραμονή Πρωτοχρονιάς και η λαϊκή αγανάκτηση βρισκόταν στο ζενίθ… Οι εφημερίδες και τα τηλεοπτικά κανάλια όλου του κόσμου ναύλωσαν ελικόπτερα, αερόστατα, υδροπλάνα και αεροπλάνα, ελικοφόρα, δικινητήρια, τετρακινητήρια – ό,τι βρήκαν. Γιατί οι δημοσιογράφοι δε σκόπευαν να αφήσουν έτσι το δέμα- όχι, δε θα πήγαιναν μόνοι: θα έπαιρναν μαζί τους όλα τα παιδιά από τις χώρες τους, τα παιδιά εκείνα που ο Αϊ-Βασίλης είχε αγνοήσει, τα παιδιά που θα τον περίμεναν μάταια τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς.
Καθώς τ’ αεροπλάνα πετούσαν πάνω από τις νότιες θάλασσες, τα κανάλια διαφήμιζαν θριαμβευτικά τα βραδινά δελτία ειδήσεων:
Στις 8… αποκλειστικά στις ειδήσεις του καναλιού μας, ο Αϊ-Βασίλης εξηγεί με δάκρυα μπροστά στην κάμερα γιατί εγκατέλειψε φέτος τα παιδιά!!!
Πέντε δημοφιλείς τραγουδιστές μιλούν στο κανάλι μας για το πώς θα περάσουν τη φετινή Πρωτοχρονιά χωρίς Αϊ-Βασίλη!
Πανικός στην αγορά!
Εκεί λοιπόν, στις νότιες θάλασσες, φάνηκε επιτέλους από τα παράθυρα των αεροπλάνων το μικρό νησί της Χαράς.
«Πέντε λεπτά μάς χωρίζουν από την προσγείωση στο εξωτικό νησί», μετέδιδε απευθείας ένα κανάλι.
«Διακρίνουμε ήδη τον απεργό Αϊ-Βασίλη… με σορτσάκι και καπέλο! Μάλιστα, αγαπητοί τηλεθεατές, με σορτσάκι, όταν χιλιάδες παιδιά τον περιμένουν μάταια, με δάκρυα στα αθώα τους ματάκια», μετέδιδε ένα άλλο κανάλι. Μετά τίποτα! Οι οθόνες γέμισαν παράσιτα και άρχισαν να παίζονται επειγόντως διαφημίσεις. Εκατομμύρια τηλεθεατές έμεναν ακίνητοι στον καναπέ τους και περίμεναν… Και τελικά περίμεναν πολύ, όλη τη νύχτα…

Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς

Κι αυτό, γιατί μέσα στα αεροπλάνα, που προσγειώνονταν ένα ένα στο νησί της Χαράς στις νότιες θάλασσες, οι δημοσιογράφοι είχαν αφήσει κάτω τις κάμερες, είχαν κλείσει τα μικρόφωνα, τα κομπιούτερ και τα κινητά.
Και τα παιδιά που ήταν μαζί τους, ακόμα και τα πιο κακομαθημένα, κοιτούσαν από το παράθυρο σιωπηλά και μαγεμένα.
Το νησί της Χαράς άστραφτε στον ήλιο, τα δέντρα λικνίζονταν στον άνεμο σα να χόρευαν στο ρυθμό πρωτοχρονιάτικης μουσικής και ο Αϊ-Βασίλης, ναι, μάζευε χουρμάδες ανεβασμένος σ’ ένα δέντρο, μ’ ένα ψάθινο καπέλο και σορτσάκι, ηλιοκαμένος και γελαστός, ενώ γύρω του υπήρχαν μόνο παιδιά, που έφτιαχναν γιρλάντες από λουλούδια και στόλιζαν ένα μεγάλο τραπέζι στην αμμουδιά, το τραπέζι της Πρωτοχρονιάς!
«Το ‘ξέρα πως ο Αϊ-Βασίλης θα μου ‘κάνε κι αυτή τη χάρη», αναφώνησε η Χαρά, καθώς έτρεχε προς την πόρτα του πρώτου αεροπλάνου για να υποδεχτεί τους καλεσμένους. Άνοιξε τα χέρια της για να χωρέσει όσο περισσότερα παιδιά μπορούσε στην αγκαλιά της. Τα παιδιά των αεροπλάνων την αγκάλιασαν κι αυτά… Είχαν ξεχάσει, στο λεπτό, τις μέρες που γκρίνιαζαν για την εξαφάνιση του αγωνιούσαν για τα πρωτοχρονιάτικα δώρα τους. Τώρα ήταν εδώ, μαζί με άλλα παιδιά, δίπλα στον Αϊ-Βασίλη, που τα χαιρετούσε ένα ένα με χειραψία. Και έπρεπε να βάλουν όλοι ένα χεράκι για να ετοιμάσουν τη βραδινή γιορτή.

Για ώρες μετά, παιδιά, μικρά και μεγάλα, παιδιά από κάδε φυλή, παιδιά με καπέλα ή με κορδέλες, με σορτσάκια, με μαγιό, με φανελάκια χρωματιστά, δούλευαν δίπλα δίπλα ετοιμάζοντας την πρωτοχρονιάτικη γιορτή. Οι πιο μεγάλοι μαγείρευαν κι οι μικρότεροι στόλιζαν το τραπέζι. Οι δημοσιογράφοι επιστρατεύτηκαν για να κουβαλήσουν τα βαριά καλάθια με τα φρούτα και τα λαχανικά και οι φωτογράφοι (που ήταν συνηθισμένοι να σκαρφαλώνουν οπουδήποτε) κρεμούσαν γιρλάντες και φαναράκια στα δέντρα.
Η νύχτα και τ’ αστέρια βρήκαν τους φίλους μας καθισμένους στριμωχτά, δίπλα δίπλα, γύρω από το τεράστιο τραπέζι. Ένα τραπέζι που είχε τα πάντα, εκτός… από δώρα. Εκείνη την Πρωτοχρονιά ήταν η σειρά των παιδιών να προσφέρουν ένα δώρο στον Αϊ-Βασίλη, αυτό που ο Αϊ-Βασίλης επιθυμούσε περισσότερο απ’ όλα: το δώρο της φιλίας!
«Λες να γίνει ολόκληρη η ευχή μου αληθινή;», ψιθύρισε
η Χαρά στον Αϊ-Βασίλη. «Λες, Αϊ-Βασίλη, τώρα που γνωριστήκαμε με τα άλλα παιδιά να μείνουμε για πάντα φίλοι;»
«Κάποια μέρα θα γίνει κι αυτό! Σύντομα, ελπίζω», απάντησε ο Αϊ-Βασίλης κλείνοντας το μάτι στη Χαρά.

Η Μπέκη Μπλούμ είναι συγγραφέας παιδικών Βιβλίων. Την ιστορία «Η εξαφάνιση του Αΐ-Βασίλη», έγραψε και εικονογράφησε η ίδια, ειδικά για τους Ερευνητές.

Υπάρχει, όμως, στ΄ αλήθεια;

Κάποιοι πιστεύουν στον Αη Βασίλη και κάποιοι άλλοι όχι. Στην Αυστραλία κλήθηκε η Γερουσία να αποφασίσει για την ύπαρξή του. Όλα ξεκίνησαν όταν ο δάσκαλος ενός σχολείου σε ερώτηση μαθητή της Β’ Δημοτικού, απάντησε κατηγορηματικά ότι ο Αη Βασίλης δεν υπάρχει.
Για την ενέργειά του αυτή δέχθηκε την επίπληξη του διευθυντή του, τη στιγμή που ο υπουργός Παιδείας καλούσε τους εκπαιδευτικούς να μην παίρνουν σαφή θέση, όταν οι μαθητές τους ρωτούν για την ύπαρξη του αγίου.
Οι γερουσιαστές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, στους φανατικούς υποστηρικτές του αγίου (πολύ παραστατικά περιέγραφαν τον τρόπο με τον οποίο κατεβαίνει από την καμινάδα την παραμονή των Χριστουγέννων) και σ’ εκείνους, που απλά δεν αποδέχονται την ύπαρξή του.
Τελικά, απόφαση δεν ελήφθη, ο υπουργός Παιδείας δήλωσε ότι δεν υπάρχει πρόθεση για κατάργηση του Αη Βασίλη, ενώ το συνδικάτο των εκπαιδευτικών έθεσε το ερώτημα για το τι θα πρέπει να κάνουν οι δάσκαλοι, πώς μπορούν να απαντούν στο ερώτημα, τη στιγμή που οι μαθητές δεν είναι στο σύνολό τους χριστιανοί.

Από το χθες…

Ανεξαρτήτως των μύθων και των παραδόσεων, που έχουν αναπτυχθεί γύρω από τη μορφή του, ο Αη Βασίλης ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Έλκει την καταγωγή του από τον Άγιο Νικόλαο, επίσκοπο της Μύρας, μιας πόλης στη σημερινή Τουρκία, ο οποίος γεννήθηκε το 280 μ.Χ.
Από μικρό παιδί ήταν γνωστός για την καλοσύνη και τη βαθιά του πίστη στο Θεό. Έτσι, με τον καιρό πολλές ιστορίες δημιουργήθηκαν, που εξιστορούσαν κάποια καλή του πράξη.
Η πιο γνωστή και πολυειπωμένη είναι αυτή, που εξιστορεί πώς έσωσε από τη σκλαβιά τρεις αδελφές:

Οι κοπέλες επρόκειτο να πουληθούν σαν σκλάβες, γιατί ο πατέρας τους χρώσταγε χρήματα και δεν μπορούσε να τις προικίσει.
Ο καλός παπάς παραβίασε ένα βράδυ το παράθυρο του σπιτιού τους και άφησε μέσα τρία σακιά χρυσάφι, ένα για την καθεμία.
Σύμφωνα με μεταγενέστερους θρύλους, δεν παραβίασε το παράθυρο, αλλά πέταξε τα σακιά με το χρυσάφι από την καμινάδα και αυτά έπεσαν μέσα σε κάλτσες, που ήταν απλωμένες δίπλα στο τζάκι για να στεγνώσουν. Έτσι εξηγείται η γνωστή χριστουγεννιάτικη παράδοση.

…Στο σήμερα

Με το πέρασμα των χρόνων, ο μύθος του Αγίου Νικολάου πέρασε από τα Βαλκάνια, έφθασε στη δυτική Ευρώπη και ταξίδεψε στο Νέο Κόσμο. Στο δρόμο, διασταυρώθηκε με άλλους μύθους και από Saint Nicholaus έγινε Santa Claus και απέκτησε άρμα, που το σέρνουν τάρανδοι.
Ο Τόμας Ναστ ήταν ο πρώτος, που έδωσε μορφή στο μυθικό πρόσωπο, απογυμνώνοντάς το από τα εκκλησιαστικά χαρακτηριστικά και μεταμορφώνοντάς το σε συμπαθητικό ηλικιωμένο. Την τελική του μορφή, όμως, αυτή που παραμένει έως τις ημέρες μας, πήρε από τον Χάντον Σάντμπλομ, που ανέλαβε να σχεδιάσει τον δημοφιλή άγιο να απολαμβάνει ένα μπουκάλι Κόκα-Κόλα. Το σχέδιο ταξίδεψε στον κόσμο και κέρδισε την αποδοχή όλων.