Γλώσσα E – Ενότητα 13

03/04/2024
Μαθήματα Ενότητας

Α΄ - Κατασκευές της φύσης

Περίληψη του κειμένου

   Στη φύση συναντάμε κατασκευές που γίνονται από ζώα και φυτά. Πολλά ζώα φτιάχνουν φωλιές και λαγούμια και διαμορφώνουν το χώρο όπου ζουν, ορισμένα αναπτύσσουν κελύφη γύρω από το σώμα τους για να προφυλάσσονται από τους εχθρούς τους, ενώ κάποια άλλα δημιουργούν κατασκευές που τους εξασφαλίζουν την τροφή τους, όπως η αράχνη, που φτιάχνει τον ιστό για να παγιδεύει τα έντομα με τα οποία τρέφεται. Τα φυτά αναπτύσσουν στελέχη για να στηρίζουν το άνθος τους.
   Ανάλογες κατασκευές, αλλά πιο πολύπλοκες και έντεχνες, όπως κτίρια, σήραγγες, καταφύγια, κολόνες, γέφυρες, κάνει και ο άνθρωπος για να καλύψει τις ανάγκες του. Ο άνθρωπος όμως δε χρησιμοποιεί μόνο υλικά που βρίσκει στη φύση, αλλά και υλικά που φτιάχνει ο ίδιος.

Ενεργητική - Παθητική σύνταξη

Πώς ξεχωρίζουμε την ενεργητική από την παθητική σύνταξη και πώς μετασχηματίζουμε τη μία στην άλλη
► Όταν έχουμε ενεργητική σύνταξη, τότε το ρήμα δηλώνει ότι κάποιος κάνει κάτι. Στην ενεργητική σύνταξη το ρήμα της πρότασης έχει ενεργητική διάθεση. Η ενεργητική σύνταξη τονίζει περισσότερο το δράστη, αυτόν που κάνει την ενέργεια την οποία φανερώνει το ρήμα ή επηρεάζει τη δράση.
ΠΡΟΣΟΧΗ! Δεν πρέπει να μπερδεύουμε την ενεργητική διάθεση με την ενεργητική φωνή. Όταν λέμε ότι ένα ρήμα έχει ενεργητική διάθεση, εννοούμε ότι το υποκείμενό του ενεργεί, ενώ, όταν λέμε ότι ένα ρήμα βρίσκεται στην ενεργητική φωνή, εννοούμε ότι αυτό το ρήμα τελειώνει σε -ω.
Βέβαια, τα περισσότερα ρήματα που έχουν ενεργητική διάθεση ανήκουν στην ενεργητική φωνή, δηλαδή τελειώνουν σε -ω (π.χ. γράφω, λύνω), υπάρχουν όμως και ρήματα με ενεργητική διάθεση που ανήκουν στην παθητική φωνή, δηλαδή τελειώνουν σε -μαι (π.χ. περιποιούμαι).

► Όταν έχουμε παθητική σύνταξη, τότε το ρήμα δηλώνει ότι κάποιος παθαίνει κάτι από κάποιον ή από κάτι. Στην παθητική σύνταξη το ρήμα της πρότασης έχει παθητική διάθεση. Η παθητική σύνταξη τονίζει περισσότερο όχι αυτόν που ενεργεί αλλά το αποτέλεσμα της ενέργειάς του. Αυτός που ενεργεί εμφανίζεται με τη μορφή του ποιητικού αιτίου (από + αιτιατική πτώση).
ΠΡΟΣΟΧΗ! Και εδώ δεν πρέπει να μπερδεύουμε την παθητική διάθεση με την παθητική φωνή. Όταν λέμε ότι ένα ρήμα έχει παθητική διάθεση, εννοούμε ότι το υποκείμενό του παθαίνει κάτι ή επηρεάζεται από τη δράση, ενώ, όταν λέμε ότι ένα ρήμα βρίσκεται στην παθητική φωνή, εννοούμε ότι αυτό το ρήμα τελειώνει σε -μαι.
Βέβαια, και εδώ τα περισσότερα ρήματα που έχουν παθητική διάθεση ανήκουν στην παθητική φωνή, δηλαδή τελειώνουν σε -μαι (π.χ. γράφομαι, φωτογραφίζομαι), υπάρχουν όμως και ρήματα με παθητική διάθεση που ανήκουν στην ενεργητική φωνή, δηλαδή τελειώνουν σε -ω (π.χ. πάσχω).

Πώς μετατρέπουμε τηγ ενεργητική σύνταξη σε παθητική

  • Το αντικείμενο του ενεργητικού ρήματος γίνεται υποκείμενο του παθητικού ρήματος (σε πτώση ονομαστική).
  • Το ρήμα από ενεργητικό γίνεται παθητικό, συμφωνώντας σε πρόσωπο και αριθμό με το υποκείμενό του.
  • Το υποκείμενο του ενεργητικού ρήματος γίνεται ποιητικό αίτιο (πρόθεση από και αιτιατική).

Πώς μετατρέπουμε την παθητική σύνταξη σε ενεργητική

• Το ποιητικό αίτιο| του παθητικού ρήματος γίνεται υποκείμενο του ενεργητικού ρήματος (σε πτώση ονομαστική, και βέβαια χωρίς πρόθεση).
• Το ρήμα από παθητικό γίνεται ενεργητικό.
• Το υποκείμενο του παθητικού ρήματος γίνεται αντικείμενο του ενεργητικού ρήματος (σε πτώση αιτιατική).

Β΄ Κατασκευές των ανθρώπων

Υποκείμενο - Αντικείμενο - Κατηγορούμενο
Αναφορικές προτάσεις

   Οι αναφορικές προτάσεις είναι δευτερεύουσες προτάσεις και χωρίζονται σε ονοματικές και επιρρηματικές.

   ► Οι αναφορικές ονοματικές εισάγονται:
   α) με τις αναφορικές αντωνυμίες ο οποίος, η οποία, το οποίο, που. Σε αυτή την περίπτωση αναφέρονται σε ένα ουσιαστικό που έχουμε πει προηγουμένως και διακρίνονται σε προσδιοριστικές και μη προσδιοριστικές, ανάλογα με την πληροφορία που μας δίνουν (βλ. πίνακα):
π.χ. Η θεία μου, που μένει στη Ρόδο, είναι δασκάλα.

   β) με τις αναφορικές αντωνυμίες όποιος, όποια, όποιο / όσος, όση, όσο / ό,τι. Σε αυτή την περίπτωση δεν αναφέρονται σε ένα όνομα που έχουμε πει προηγουμένως, αλλά χρησιμοποιούνται οι ίδιες αντί ονόματος (ως υποκείμενο, αντικείμενο, κατηγορούμενο):
π.χ. Όποιος έρθει είναι καλοδεχούμενος. (Εδώ η αναφορική πρόταση είναι υποκείμενο στο ρήμα είναι.)
       Κάνε ό,τι σου αρέσει. (Εδώ η αναφορική πρόταση είναι αντικείμενο στο ρήμα κάνε.)
   ► Οι αναφορικές επιρρηματικές εισάγονται με τα αναφορικά επιρρήματα όπου / οπουδήποτε / όπως / όποτε / οποτεδήποτε / όσο / οσοδήποτε και αναφέρονται σε ένα επίρρημα της κύριας πρότασης ή χρησιμοποιούνται οι ίδιες στη θέση επιρρήματος:
π.χ. Να φερθείς έτσι όπως ταιριάζει στην περίσταση.
       Θα πάει οπουδήποτε του πω.

• Διάκριση αναφορικών ονοματικών προτάσεων ανάλογα με την πληροφορία που μας δίνουν:
Είδη

Αναφορικές προσδιοριστικές (δε χωρίζονται με κόμμα)

Πληροφορία

Δίνουν μια πληροφορία που είναι απαραίτητη για να καταλάβει κάποιος σε τι αναφερόμαστε.

Παραδείγματα

Μου αρέσει η μυρωδιά που έχουν τα τριαντάφυλλα. Χωρίς την αναφορική πρόταση, δεν καταλαβαίνουμε σε ποια μυρωδιά αναφέρεται αυτός που μιλάει.

Αναφορικές μη προσδιοριστικές (χωρίζονται με κόμμα όταν γράφουμε και με σταμάτημα του λόγου όταν μιλάμε).

Δίνουν μια πρόσθετη πληροφορία, που είναι χρήσιμη αλλά όχι απαραίτητη για να καταλάβει κάποιος σε τι αναφερόμαστε.

Ο δάσκαλος μου, που σήμερα ήταν άρρωστος, μας μαθαίνει παραδοσιακά παιχνίδια.

Η αναφορική πρόταση απλώς προσθέτει μια πληροφορία. Ακόμα και αν απουσιάζει, καταλαβαίνουμε σε ποιον αναφέρεται αυτός που μιλάει.

Σημ.: Πολλές φορές πρέπει να χρησιμοποιούμε την κλιτή αναφορική αντωνυμία ο οποίος, -α, -ο αντί για την άκλιτη που, ιδίως όταν δεν είναι εύκολο να καταλάβουμε σε ποιο όνο-μα αναφέρεται η αναφορική πρόταση όταν αυτή εισάγεται με το που.
Για παράδειγμα, αν πούμε: Ο γιατρός που επισκέφτηκε το παιδί είναι παιδίατρος, δεν είναι εύκολο να καταλάβουμε εάν ο γιατρός επισκέφτηκε το παιδί ή το παιδί το γιατρό.
Αν όμως πούμε: Ο γιατρός ο οποίος επισκέφτηκε το παιδί είναι παιδίατρος, είναι ξεκάθαρο ότι ο γιατρός επισκέφτηκε το παιδί.
Και αν πούμε: Ο γιατρός τον οποίο επισκέφτηκε το παιδί είναι παιδίατρος, πάλι είναι ξεκάθαρο ότι το παιδί επισκέφτηκε το γιατρό.

Γ΄ Μαθηματικές κατασκευές

Αριθμητικά επίθετα
Σύνθετες λέξεις από την Αρχαία Ελλάδα

Σύνθετα με στοιχεία από τα αρχαία ελληνικά

   Ανάμεσα στις σύνθετες λέξεις της νέας ελληνικής γλώσσας υπάρχουν και αυτές που το α’ συνθετικό τους προέρχεται από την αρχαία ελληνική γλώσσα. Μερικά από αυτά τα συνθετικά ήταν ανεξάρτητες λέξεις, όπως:

αεί, επίρρημα που σήμαινε πάντα. Σήμερα το συναντάμε μόνο ως α’ συνθετικό σε λέξεις όπως π.χ. αεικίνητος, αειθαλής.

τήλε, επίρρημα που σήμαινε μακριά. Το συναντάμε σήμερα ως α’ συνθετικό σε λέξεις όπως π.χ. τηλεθεατής, τηλεκατευθυνόμενος, τηλεγράφημα.

αμφί, πρόθεση που σήμαινε και από τα δύο μέρη. Το συναντάμε σήμερα ως α’ συνθετικό σε λέξεις όπως π.χ. αμφίβιος, αμφιλεγόμενος.

ευ, επίρρημα που σήμαινε καλά. Σήμερα το συναντάμε μόνο ως α’ συνθετικό σε λέξεις όπως π.χ. ευτυχία, ευχάριστος, ευτυχώς.

παν, επίθετο ουδετέρου γένους, που σήμαινε όλο. Σήμερα το συναντάμε μόνο ως α’ συνθετικό σε λέξεις όπως π.χ. πάνσοφος, πανευτυχής.

Σύνθετες λόγιες λέξεις - Κρυπτόλεξο

Σύνθετα του ρήματος βάλλω
► Το ρήμα βάλλω στη νέα ελληνική γλώσσα το συναντάμε σύνθετο με προθέσεις που προέρχονται και από την αρχαία ελληνική γλώσσα.

Έτσι, έχουμε:

εισβάλλω (εις + βάλλω) 
προβάλλω (προ + βάλλω)
συμβάλλω (συν + βάλλω)
διαβάλλω (διά + βάλλω)
μεταβάλλω (μετά + βάλλω)
αμφιβάλλω (αμφί + βάλλω)
περιβάλλω (περί + βάλλω)
υποβάλλω (υπό + βάλλω)
αντιβάλλω (αντί + βάλλω)

εκβάλλω (εκ + βάλλω)
προσβάλλω (προς + βάλλω)
αναβάλλω (ανά + βάλλω)
καταβάλλω (κατά + βάλλω)
παραβάλλω (παρά + βάλλω)
επιβάλλω (επί + βάλλω)
αποβάλλω (από + βάλλω)
υπερβάλλω (υπέρ + βάλλω)

► Οι χρόνοι των ρημάτων, όπως ξέρουμε, σχηματίζονται από το θέμα του ενεστώτα ή το θέμα του αορίστου. Από το θέμα του ενεστώτα σχηματίζονται ο ενεστώτας όλων των εγκλίσεων, ο παρατατικός και ο εξακολουθητικός μέλλοντας. Όλοι οι άλλοι χρόνοι σχηματίζονται από το θέμα του αορίστου. Το ρήμα βάλλω στον ενεστώτα έχει θέμα βαλλ- (βάλλω), ενώ στον αόριστο έχει θέμα βαλ- (έβαλα). Όταν σχηματίζουμε τους χρόνους, μερικοί ακούγονται το ίδιο (παρατατικός – αόριστος ή εξακολουθητικός μέλλοντας — συνοπτικός μέλλοντας) και δεν καταλαβαίνουμε εύκολα αν πρέπει να γραφούν με λλ ή με λ.

   Όταν από το νόημα καταλαβαίνουμε ότι η ενέργεια που εκφράζει το ρήμα γίνεται πάντα, συνέχεια ή και επαναλαμβανόμενα, το γράφουμε με λλ, ενώ όταν παρουσιάζεται συνοπτικά το γράφουμε με λ.

   Ένας πρακτικός τρόπος για να το βρίσκουμε αυτό είναι να αντικαθιστούμε με το μυαλό μας το ρήμα βάλλω ή το σύνθετό του με ένα συνώνυμο. Στα επόμενα παραδείγματα μπορούμε να σκεφτούμε, αντί για τους τύπους του ρήματος συμβάλλω, πώς θα ήταν οι τύποι του ρήματος βοηθώ, κι έτσι εύκολα μπορούμε να γράψουμε σωστά τον τύπο που χρειάζεται.

Π.χ.: Όλα αυτά τα χρόνια συνέβαλλε στην προσπάθεια για την ανέγερση του μουσείου (δείχνει διάρκεια, παρατατικός, συνέβαλλε = βοηθούσε). Στα επόμενα χρόνια θα συμβάλλει στην προσπάθεια για την ανέγερση του μουσείου (δείχνει διάρκεια, εξακολουθητικός μέλλοντας, θα συμβάλλει= θα βοηθάει).
Χρειάζεται διαρκώς να συμβάλλει στην προσπάθεια για την ανέγερση του μουσείου (δείχνει διάρκεια, ενεστώτας υποτακτικής, να συμβάλλει = να βοηθάει).
Την κρίσιμη ώρα συνέβαλε στην προσπάθεια για την ανέγερση του μουσείου (για μια φορά, αόριστος, συνέβαλε=βοήθησε).
Την τελευταία στιγμή θα συμβάλει στην προσπάθεια (για μια φορά, συνοπτικός μέλλοντας, θα συμβάλει = θα βοηθήσει).
Έχουν μαζευτεί αρκετά χρήματα και δε χρειάζεται να συμβάλει περισσότερο (για μια φορά, αόριστος υποτακτικής, να συμβάλει = βοηθήσει).